Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

έχω σχέσεις με

  • 1 σχέση

    [-ις (-εως)] η
    1) отношение, связь, взаимосвязь;

    σε σχέση με... ( — или εν σχέσεν προς...) — а) относительно, в отношении (кого-чего-л.); — по отношению к (кому-чему-л.); — б) в связи с (чём-л.);

    σε σχέση μ' αυτό — в этой связи, в связи с этим;

    δεν έχει καμιά σχέση το ένα με τ' άλλον — одно с другим не вяжется; — одно к другому никакого отношения не имеет;

    2) (чаще πλ.) отношения, связи, взаимоотношения;

    διεθνείς (διπλωματικές) σχέσεις — международные (дипломатические) отношения;

    συντροφικές σχέσεις — товарищеские отношения;

    διέκοψα κάθε σχέση μαζί του — я порвал с ним всякие отношения;

    δεν έχω σχέσεις μ' αυτόν — у меня с ним нет никаких отношений;

    3) связь (любовная);

    ερωτικές σχέσεις — любовные связи;

    § τί σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; — похож, как гвоздь на панихиду

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σχέση

  • 2 ύποπτος

    η, ο [ος, ον ] подозрительный, вызывающий подозрение, не внушающий доверия; сомнительный;

    έχω σχέσεις με ύποπτα πρόσωπα — иметь дело с сомнительными людьми;

    ως ύποπτοςпо подозрению

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ύποπτος

  • 3 στενός

    η, ό[ν] 1) узкий, тесный;

    2) перен. близкий, тесный; — интимный, στενός φίλος — близкий друг;

    στενοί συγγενείς — близкие родственники;

    στενή σχέση — интимность;

    έχω στενές σχέσεις — быть в близких, интимных отношениях;

    3) перен. ограниченный, недалёкий;
    4) трудный, затруднительный;

    τα βρίσκω στενά — сталкиваться с трудностями, оказываться в затруднительном положении;

    § με τη στενή σημασία (της λέξης) — в узком смысле (слова)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στενός

См. также в других словарях:

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • συναλλάσσω — ΝΜΑ, και συναλλάζω Ν, και συναλλάττω Α [ἀλλάσσω, ομαι] νεοελλ. 1. (στον τ. συναλλάζω) αλλάζω συχνά τα ρούχα μου, φορώ διαδοχικά το ένα μετά το άλλο 2. μέσ. συναλλάσσομαι α) έχω συναλλαγές, έχω δοσοληψίες, έχω εμπορικές και, γενικότερα,… …   Dictionary of Greek

  • νταραβερίζομαι — [νταραβέρι] 1. έχω εμπορικές συναλλαγές, έχω δοσοληψίες με κάποιον («νταραβερίζεται με όλο τον γνωστό επιχειρηματικό κόσμο») 2. μτφ. α) (γενικά) έχω σχέσεις με κάποιον β) (ειδικά) έχω ερωτικές σχέσεις με κάποιον («νταραβερίζεται με πολλούς») …   Dictionary of Greek

  • μέτειμι — (I) μέτειμι (Α)·1. είμαι, βρίσκομαι μεταξύ άλλων, έχω σχέσεις, επιμιξία με άλλους 2. (ως απρόσ.) α) (με δοτ. προσ. και γεν. πράγματος) μέτεστί μοί τινος μετέχω ή έχω αξιώσεις σε κάτι, έχω μερίδιο σε πράγμα β) (με δοτ. προσ. και απρμφ.) έχω εκ… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνώ — άω (AM κοινωνῶ, έω, Α και δωρ. τ. κοινανῶ) έχω ή κάνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω νεοελλ. μσν. 1. (μτβ.) (για ιερέα) μεταλαβαίνω κάποιον («ήλθε ο παπάς και τόν κοινώνησε») 2. (αμτβ.) παίρνω θεία μετάληψη,… …   Dictionary of Greek

  • δούναι — 1. χρέωση, οφειλή 2. φρ. «δούναι και λαβείν» πιστοχρέωση, δοσοληψία 3. «δεν έχω δούναι και λαβείν μαζί του» δεν έχω σχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο απαρμφ. αόρ. β τού δίδωμι] …   Dictionary of Greek

  • ξεμακραίνω — και ξεμακρύνω 1. απομακρύνω κάποιον από κάπου βαθμιαία («τόν ξεμακρύναμε από αυτήν τη γυναίκα») 2. απομακρύνομαι από κάπου σιγά σιγά 3. παύω να έχω σχέσεις, σταματώ να συναναστρέφομαι κάποιον («έχω ξεμακρύνει από τους φίλους μου») 3. (η μτχ. αρσ …   Dictionary of Greek

  • συμπεριφέρω — ΝΑ [περιφέρω, ομαι] περιφέρω κάτι μαζί μου ή μαζί με κάτι άλλο ή μαζί με άλλους νεοελλ. μέσ. συμπεριφέρομαι α) φέρομαι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δείχνω αυτήν ή την άλλη διαγωγή («δεν συμπεριφέρθηκε όπως έπρεπε») β) έχω καλούς τρόπους («μάθε να …   Dictionary of Greek

  • συναναμίγνυμι — ΜΑ, και συναναμείγνυμι Α [ἀναμ(ε)ίγνυμι] 1. αναμιγνύω, ανακατεύω κάποιον ή κάτι με άλλους ή με άλλα («Ξενοφῶν καί τινας ἰδιώτας συνανέμειξε», Α θήν.) 2. παθ. συναναμίγνυμαι α) (για πρόσ.) έχω επικοινωνία, έχω σχέσεις («μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις» …   Dictionary of Greek

  • συνιστορώ — έω, ΜΑ [ἱστορῶ] εξιστορώ επίσης κι εγώ (α. «... συνιστορεῑ καὶ Ἀθήναιος», Ευστ., β. «ταῡτα γὰρ πρότερον συνιστορεῑν τοὺς εὑρόντας», Κλεάνθ.) αρχ. 1. γνωρίζω καλά, έχω συνείδηση ενός πράγματος («ὁ συνιστορῶν αὐτῷ τι», Μέν.) 2. συνδέομαι, έχω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»